ζωύφια

ζωύφια
ζῷιον
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ζῳύφια — ζῳύφιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνιψ — κνίψ, ιπός και σκνιψ, ιπός, ὁ, με ονομ. πληθ. σκνῑφες, οι (Α) 1. το έντομο σκνίπα («ἐγγίνεται γὰρ καὶ ἐν τούτοις θηρίδι ἄττα, κνῖπες, οἵ, ὅταν ἐν ταῖς συκαῖς γίνωνται, κατεσθίουσι τοὺς ψῆνας», Θεόφρ.) 2. μικρό μυρμήγκι 3. στον πληθ. (κατά τον… …   Dictionary of Greek

  • моуха — МОУХ|А (30), Ы с. Муха: възбѣ||дьнѹѥмъ гости. ˫ако же и въпадъша˫а мѹхы въ поставъ паѹчь. (ζωϋφια) СбТр XII/XIII, 153–153 об.; да не оставлѧѥть книжьны˫а хранилы отворены. ˫ако да прахѹ испълньшю(с) погѹблѧю(т). полагаѥмы˫а въ нихъ книгы. ни мѹсѣ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • нечьстьнѣи — (4*) сравн. степ. к нечьстьныи. 1.В 1 знач.: ни зломь зла не ицѣлимъ безбожное савельево смѣшенье. неч(с)тьнѣишимь раздѣленьемь и пресѣченьемь расыпающе. (ἀσεβεστέρᾳ) ГБ XIV, 156а. 2. Во 2 знач.: мнѧть… высокогл҃гльници нѣции суще… и б҃ословити… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • άζωος — (I) η, ο (Α ἄζωος, ον) αυτός που δεν έχει μέσα του ζωή, ο χωρίς ζωντάνια, αποναρκωμένος, χαύνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ζωή. ΠΑΡ. αζωία]. (II) η, ο (Α ἄζωος, ον) (για ξύλα, δέντρα κ.λπ.) αυτός που δεν περιέχει ζωύφια, σκουλήκια κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • ενδοπλαστούλη — και ενδοπλαοτούλα, η μικρός πυρήνας κοντά στον κύριο πυρήνα σε πολλά εγχυματικά ζωύφια …   Dictionary of Greek

  • επίκαυση — η (Α ἐπίκαυσις) [επικαίω] το επιφανειακό κάψιμο, η επιπόλαιη καύση τής επιφάνειας ενός πράγματος, καψάλισμα, τσουρούφλισμα νεοελλ. 1. ναυτ. το επιπόλαιο κάψιμο τής γάστρας τού πλοίου, δηλ. τών ξύλινων μερών που βρίσκονται κάτω από την ίσαλη… …   Dictionary of Greek

  • ζωοτροφώ — (I) (Μ ζωοτροφῶ, έω) [ζωοτρόφος (Ι)] εφοδιάζω κάποιον με τρόφιμα, παρέχω ζωοτροφίες μσν. μέσ. ζωοτροφούμαι, έομαι τρέφομαι, συντηρούμαι. (II) (AM ζωοτροφῶ, έω) [ζωοτρόφος (ΙΙ)] τρέφω ζώα, συντηρώ ζώα, επιδίδομαι στη ζωοπαραγωγή αρχ. 1. τρέφω ή… …   Dictionary of Greek

  • κηκίδα — Ανώμαλη υπερπλασία, που σχηματίζεται σε διάφορα μέρη ποωδών, θαμνωδών και δενδρωδών φυτικών ειδών. Ο σχηματισμός της κ. οφείλεται τις περισσότερες φορές στην εναπόθεση αβγών από τα έντομα. Σπανιότερα οι κ. προκαλούνται από τη δράση χημικών ουσιών …   Dictionary of Greek

  • κλήδονας — Παλαιότατο λατρευτικό και μαντικό έθιμο, το οποίο διατηρείται ακόμη σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας. Ο κ. συμπίπτει με την ημέρα του εορτασμού των γενεθλίων του Ιωάννη του Προδρόμου (24 Ιουνίου). Στη Μακεδονία, όμως, συμπίπτει με την Πρωτομαγιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”